εκθαρρώ

εκθαρρώ
ἐκθαρρῶ (-έω) (Α)
1. έχω πολύ θάρρος, δείχνω απόλυτη πεποίθηση
2. ενθαρρύνομαι από άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”